κλύσματος

κλύσματος
κλύσμα
liquid used for washing out
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευδίαιον — εὐδίαιον και εὔδιον, τὸ (Α) [ευδίαιος] 1. η άκρη, το ρύγχος τού κλύσματος 2. το γυναικείο αιδοίο 3. ο πρωκτός …   Dictionary of Greek

  • υπαγωγός — όν, Α [ὑπάγω] 1. αυτός που προξενεί κένωση («κοιλίης ὑπαγωγός», Αρετ.) 2. καθαρτικός («διὰ κλύσματος... ὑπαγωγοῡ», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • Σουέζ — (Ες Σουέις αραβικά). Πόλη (326.820 κάτ.) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (17.840 τ. χλμ., κάτ. 326.820), βρίσκεται στο πιο εσωτερικό σημείο του ομώνυμου κόλπου, που σχηματίζεται από το βορειοδυτικό βραχίονα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”